λύσσα

λύσσα
Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου, μεσολαβεί μια περίοδος άτυπης πυρετικής κίνησης. Η νόσος χαρακτηρίζεται από μυϊκούς σπασμούς που προσβάλλουν αρχικά τον φάρυγγα, προκαλώντας δυσκαταποσία (όπως στην επαφή με το νερό, από το οποίο προέρχεται και η εναλλακτική ονομασία της νόσου, υδροφοβία)· επίσης, μπορεί να εμφανιστούν τριγμός δοντιών και γενικευμένοι σπασμοί. Η διάγνωση στηρίζεται κυρίως στο ιστορικό (τραυματισμός του ατόμου από ζώο) αλλά και στην κλινική εικόνα, στην εμφάνιση ή μη συμπτωμάτων λ. στο ζώο που μόλυνε τον ασθενή και τελικά στην ανεύρεση των ειδικών σωματίων (του Νέγκρι) στο νευρικό σύστημα του ζώου. Η μοναδική αποτελεσματική θεραπεία είναι η προληπτική, που γίνεται με τον εμβολιασμό των κατοικίδιων ζώων και των προσώπων που πληγώνονται από σκύλους ή άλλα ζώα μολυσμένα. Πηγή μόλυνσης είναι τα άγρια ζώα (λύκοι, αλεπούδες, τσακάλια κ.ά.), τα οποία μεταδίδουν τον ιό στους αδέσποτους ή στους ποιμενικούς σκύλους.
* * *
η (AM λύσσα, Α αττ. τ. λύττα)
1. οξύ, κατά κανόνα θανατηφόρο, ιογενές λοιμώδες νόσημα τού κεντρικού νευρικού συστήματος που μεταδίδεται μεταξύ τών κατοικίδιων σκύλων και άγριων σαρκοφάγων ζώων με δάγκωμα
2. παράφορη οργή, ακατάσχετη μανία (α. «μού επιτέθηκε με λύσσα» β. «λύσσαν τε καὶ ματαίους ἐκ νυκτῶν φόβους κινεῑν», Αισχύλ.
γ. «λύσσα δὲ oἱ κῆρ αἰέν ἔχε κρατερή», Ομ. Ιλ.)
3. φανατισμός
νεοελλ.
(για χαρακτηρισμό φαγητού) πολύ αλμυρό
νεοελλ.-μσν.
κάθε υπερβολικό πάθος για κάτι
αρχ.
1. έκφυση κάτω από την γλώσσα τών σκύλων, την οποία αφαιρούσαν γιατί πίστευαν ότι από αυτήν προερχόταν η νόσος λύσσα
2. ως κύριο όν. ἡ Λύσσα
προσωποποίηση τής μανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λύσσα < *λυκ- (πρβλ. γλῶσσα < *γλωχ-) κατά την επικρατέστερη άποψη είναι παράγωγο τού θέματος τής λ. λύκος (βλ. λ. λύκος) και θεωρείται η τυπική ασθένεια τού λύκου. Ορισμένοι μάλιστα εκλαμβάνουν τη λ. ως θηλυκό τού λύκος και τήν ερμηνεύουν «λύκαινα», συνδέοντάς την με αρχ. ινδ. vrkī-. Ωστόσο, πρόκειται μάλλον για αφηρημένο ουσιαστικό ή για όνομα που δηλώνει τον δράστη ενέργειας (πρβλ. φύζα). Κατ' άλλη άποψη, η λύσσα θεωρείται «ο δαίμων που μπορεί να μεταμορφώσει τον σκύλο σε λύκο». Άλλοι, τέλος, συνδέουν τη λ. με τη φράση και τις γλώσσες που παραδίδει ο Ησύχιος «λευκαὶ φρένες
μαινόμεναι, λαμπραί», «λυκεῖον
φοβερόν» και το ρ. «ἀλύσσειν
τρέμειν», καθώς και με το αρχ. ινδ. ruc- «φως» και όλη τη λεξιλογική ομάδα τού λευκός, από το γεγονός ότι η λύσσα κάνει τα μάτια να λάμπουν, να σπινθηροβολούν —απόψεις όμως που είναι ελάχιστα πιθανές.
ΠΑΡ. λυσσαλέος, λυσσώ (I), λυσσώδης
αρχ.
λυσσαίνω, λυσσάς, λυσσηδόν, λυσσήεις, λυσσήρης, λυσσώ (II)
αρχ.-μσν.
λυσσητήρ
μσν.
λυσσάγρα, λυσσάριος
μσν.- νεοελλ.
λυσσάζω, λυσσάρης
νεοελλ.
λυσσιακό, λυσσικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λυσσόδηκτος, λυσσομανής
αρχ.
λυσσοδίωκτος, λυσσοφόρος, λυσσώπις
μσν.
λυσσόγερος, λυσσοδάκτης, λυσσομάμουδο
μσν.- νεοελλ.
λυσσομαχώ
νεοελλ.
λυσσιατρείο, λυσσίατρος, λυσσοφοβία
(Β' συνθετικό) αρχ. άλυσσος, κυνόλυσσος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λύσσα — λύσσᾱ , λύσσα rage fem nom/voc/acc dual λύσσα rage fem nom/voc sg λύσσᾱ , λυσσάω to be raging pres imperat act 2nd sg λύσσᾱ , λυσσάω to be raging imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύσσᾳ — λύσσαι , λύσσα rage fem nom/voc pl λύσσᾱͅ , λύσσα rage fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύσσα — η 1. μολυσματική αρρώστια που προσβάλλει το σκύλο και μεταδίδεται και στον άνθρωπο. 2. μανία: Τον χτύπησε με λύσσα. 3. έντονη ερωτική επιθυμία. 4. (για φαγητά), πολύ αλμυρό: Το κρέας είναι λύσσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λυσσᾷ — λυσσάω to be raging pres subj mp 2nd sg λυσσάω to be raging pres ind mp 2nd sg (epic) λυσσάω to be raging pres subj act 3rd sg λυσσάω to be raging pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύσσ' — λύσσα , λύσσα rage fem nom/voc sg λύσσαι , λύσσα rage fem nom/voc pl λύσσᾱͅ , λύσσα rage fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύσσας — λύσσᾱς , λύσσα rage fem acc pl λύσσᾱς , λύσσα rage fem gen sg (doric aeolic) λύσσᾱς , λυσσάω to be raging imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύσσαι — λύσσα rage fem nom/voc pl λύσσᾱͅ , λύσσα rage fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύσσαν — λύσσα rage fem acc sg λύσσᾱν , λυσσάω to be raging imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) λύσσᾱν , λυσσάω to be raging imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσσᾶν — λύσσα rage fem gen pl (doric aeolic) λυσσάω to be raging pres part act masc voc sg (doric aeolic) λυσσάω to be raging pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) λυσσάω to be raging pres part act masc nom sg (doric aeolic) λυσσᾶ̱ν , λυσσάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυσσῶν — λύσσα rage fem gen pl λυσσάω to be raging pres part act masc voc sg λυσσάω to be raging pres part act neut nom/voc/acc sg λυσσάω to be raging pres part act masc nom sg (attic epic ionic) λυσσάω to be raging pres part act masc nom sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”